-
1 χορτασία
χορτ-ᾰσία, ἡ,2 being fed, AP11.313 (Lucill.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορτασία
-
2 ἄρμα 2
ἄρμα 2.Grammatical information: n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Connected with αἴρω, - ομαι as `take for onself' or with ἀραρίσκω, cf. ἄρμενα in the meaning `food' and ἁρμαλιά. - Further in the gloss νωγαλεύματα η νωγαλίσματα τὰ κατὰ λεπτὸν ἐδέσματα. οἱ δε τὰ μη εἰς χορτασίαν, ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα H. NGr. (Pont., Capp.) ἄρματα `ornaments of a woman' can hardly belong here.Page in Frisk: 1,143Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρμα 2
См. также в других словарях:
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek